μύουρος

μύουρος
(I)
-η, -ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, -ον)
αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια τού σχοινιού
αρχ.
1. στενός, με στενό άνοιγμα
2. (για σφυγμό) αυτός που εξασθενεί βαθμηδόν
3. (για ποίημα ή περίοδο λόγου) αυτό που περιέχει έναν μόνο μύθο, το κολοβό, το περικεκομμένο
4. το αρσ. ως ουσ. το κωνοειδές σχήμα
5. φρ. «μείουρος στίχος»
μτφ. ο εξάμετρος που η πρώτη συλλαβή ενός ή δύο από τους τελευταίους πόδες του είναι βραχεία αντί μακρά.
επίρρ...
μυούρως (Α)
(για σεισμό) με βαθμιαία εξασθένηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν-ουρος].
————————
(II)
μύουρος, ἡ (Α)
1. είδος φυτού, πιθ. είδος κριθαριού
2. το φυτό σάμψυχον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μύουρος — tapering masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυούρως — μύουρος tapering adverbial μύουρος tapering masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύουρον — μύουρος tapering masc/fem acc sg μύουρος tapering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυούροις — μύουρος tapering masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυούρου — μύουρος tapering masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυούρους — μύουρος tapering masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυούρων — μύουρος tapering masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύουρα — μύουρος tapering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύουροι — μύουρος tapering masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυδράλιο — το 1. βλήμα πολυβόλου 2. μυδραλιοβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mitraille με παρασχετισμό προς το αρχ. μύουρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”